
Ένα ζήτημα που αναδύεται από την περίοδο της προετοιμασίας ακόμα, και που αντιμετωπίζουν οι γονείς και στην συνέχεια της ανάπτυξης του παιδιού τους είναι το αν θα πουν, πως θα το πουν, πότε θα το πουν στο παιδί τους για την υιοθεσία και γενικότερα το πώς θα χειριστούν τα θέματα που προκύπτουν όταν το παιδί αρχίζει να αναζητά τις ρίζες του.
Η ενημέρωση και οι πληροφορίες αυτές είναι ζωτικές για τα παιδία, για να μπορέσουν να ολοκληρώσουν την αίσθηση του εαυτού τους και της ταυτότητας τους. Τα παιδιά που δεν τους παρέχονται τέτοιου είδους πληροφορίες μπορεί να βιώσουν την έλλειψη αυτή ως αποστέρηση και να εμφανίσουν άγχος και αμηχανία. Η πληροφόρηση βοηθάει το παιδί να καταλάβει καλύτερα τον εαυτό του και να συμβάλει στην διαμόρφωση μιας πιο σταθερής ταυτότητας.
Είναι πλέον κοινά αποδεκτό σε επιστημονικό επίπεδο ότι τα υιοθετημένα παιδιά πρέπει να ενημερώνονται όσο το δυνατόν νωρίτερα, ήδη από μικρή ηλικία, έτσι ώστε να αποτελέσει μέρος της συνείδηση του από πολύ νωρίς το γεγονός ότι υιοθετήθηκαν. Αυτό μπορεί να ξεκινήσει από την εποχή που τα παιδιά αρχίζουν να ρωτάνε από πού έρχονται τα μωρά ή με αφορμή την εγκυμοσύνη μιας φίλης της οικογένειας ή την γέννηση ενός μωρού.
Είναι καλό με άλλα λόγια οι γονείς να διηγούνται σταδιακά στο παιδί την ιστορία του και να είναι ανοιχτοί μαζί του με φυσικό τρόπο. Σε αντίθετη περίπτωση το γεγονός της υιοθεσίας κινδυνεύει να μετατραπεί σε οικογενειακό μυστικό φορτισμένο με αισθήματα ντροπής και ενοχής επηρεάζοντας αρνητικά την σχέση γονιών- παιδιού.
Πολλές φορές το μυστικό αποκαλύπτεται στα παιδία από κάποιο τρίτο πρόσωπο με δραματικές συνέπειες όσο αφόρα την εμπιστοσύνη προς τους γονείς του. Όταν έρθει η ώρα να ενημερωθεί ένα παιδί η αποκάλυψη της υιοθεσίας και η παροχή πληροφοριών σχετικά με το γενεαλογικό του υπόβαθρο, θα πρέπει να αποτελούν μέρος της διεργασίας που λαμβάνει υπόψη το στάδιο της νοητικής και συναισθηματική ανάπτυξης του παιδιού.
Πρόκειται για μια διεργασία που συνεχίζεται μέχρι την ενηλικίωση του παιδιού και ίσως πιο μετά. Οι μελετητές αναφέρουν ότι τα παιδιά αντιλαμβάνονται σταδιακά το νόημα και τις επιπτώσεις της υιοθεσίας και αυτό ξεκίνα από την ηλικία των πρώτων σχολικών χρόνων (6-7) ετών. Σε αυτή την περίοδο οι γονείς πρέπει να είναι έτοιμοι να στηρίξουν τα παιδία τους και να τα βοηθήσουν να εκφράσουν τα συναισθήματα τους, καθώς και να απαντήσουν σε ερωτήματα που διατυπώνουν στην προσπάθεια τους να κατανοήσουν το νόημα της υιοθεσίας.
Κρίσιμα ερωτήματα που συνήθως απασχολούν υιοθετημένα παιδιά είναι: ποιοι είναι οι φυσικοί μου γονείς; γιατί με εγκατέλειψαν; γιατί με απέρριψαν ; γιατί με έδωσαν; Αυτά τα ερωτήματα είναι φορτωμένα με ένοχες, καθώς το παιδί μπορεί και να φαντάζεται ότι το ίδιο πιθανό να φταίει για αυτή την κατάσταση και την απόρριψη…. «Μήπως ήμουν ένα παιδί που δεν άξιζε να το κρατήσουν»
Είναι πολύ σημαντικό οι θετοί γονείς να απαντήσουν στο ερώτημα αυτό διαφυλάσσοντας την αξιοπρέπεια των βιολογικών γονιών στα μάτια του παιδιού. Όπως οι «φυσικοί σου γονείς σε ήθελαν αλλά για προσωπικούς ή κοινωνικούς λόγους δεν μπόρεσαν να σε κρατήσουν». Όταν αυτό συνδυάζεται με αγάπη, ζεστασιά παραδοχή και την συνεχιζόμενη φροντίδα που δέχονται μέσα στην θετή οικογένεια, τότε μπορούν να επεξεργαστούν καλύτερα τόσο την αίσθηση της απώλειας, όσο και το αίσθημα της απόρριψης.
Είναι γεγονός ότι όταν τα παιδία μάθουν για την υιοθεσία τους ίσως και να χρησιμοποιήσουν την πληροφορία αυτή στις καθημερινές τους συγκρούσεις με τους γονείς τους φτάνοντας συχνά σε σχόλια που ακούγονται ως κατηγορίες και πληγώνουν πολύ όπως : « δεν είσαι ο πατέρας μου» ή «δεν είσαι η μητέρα μου». Ο γονιός πρέπει να παραμείνει εσωτερικά ατάραχος όσον αφορά τα συναισθήματα του και να διεκδίκηση δυναμικά την πατρότητα ή την μητρότητα του αντίστοιχα: «εγώ είμαι ο πατέρας σου ή εγώ είμαι μητέρα σου!».